- υφέλκω
- και ὑφελκύω Α [ἕλκω / ἑλκύω]1. έλκω κάτι με δόλιο ή με ήπιο τρόπο («ὁ δ' ὕφελκε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.)2. έλκω κάτι προς το μέρος μου με υπόγεια εκσκαφή («ὑφεῑλκον παρὰ σφᾱς τὸν χοῡν», Θουκ.)3. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως επίθ.) ὑφέλκωνολισθηρός4. φρ. «ὑφέλκομαι περσικάς»(ενν. ἐμβάδας) φορώ περσικές παντόφλες (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.